- συνωμίᾳ
- συνωμίᾱͅ , συνωμίαspace between the shoulder-bladesfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνωμία — ἡ, ΜΑ (κυρίως για ταύρους) το διάστημα μεταξύ τών ωμοπλατών ή το σημείο στο οποίο ενώνονται οι ωμοπλάτες μσν. (για άλογα) εξάρθρωση τής ωμοπλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὦμος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
συνωμίας — συνωμίᾱς , συνωμία space between the shoulder blades fem acc pl συνωμίᾱς , συνωμία space between the shoulder blades fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμίαν — συνωμίᾱν , συνωμία space between the shoulder blades fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμιῶν — συνωμία space between the shoulder blades fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμίαις — συνωμία space between the shoulder blades fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμίασις — άσεως, ἡ, Μ πόνος που εντοπίζεται στη συνωμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωμία + κατάλ. ίασις (< ρ. σε ιῶ/ ιάω, που δηλώνουν ασθένεια)] … Dictionary of Greek